Παράλληλη αναζήτηση
| 34 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμματίζω.
-
- Διδάσκω (κάπ.) γράμματα, μορφώνω:
- Έχεις, ήλιέ μου, παιδίν, αγούριν, παλληκάριν; Βάλε σχοινίν και πνίξε το και μη το γραμματίσεις (Γλυκά, Στ. 211).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που ξέρει γράμματα, μορφωμένος:
- υπάρχουσι καλοί χριστιανοί και γραμματισμένοι γράμματα ελληνικά (Μηλ., Οδοιπ. 635· Χρον. σουλτ. 14327).
[μτγν. γραμματίζω. Η λ. και σήμ. ποντ. και κρητ. Η μτχ. παρκ. κοιν.]
- Διδάσκω (κάπ.) γράμματα, μορφώνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματική η [γramatikí] Ο29 : 1. σύστημα κανόνων που περιγράφουν τη φωνολογική, μορφολογική και συντακτική δομή μιας γλώσσας. || συστηματική μελέτη των συστατικών στοιχείων μιας γλώσσας: Περιγραφική* / ρυθμιστική* / συγχρονική* / ιστορική* / διαχρονική* ~. Mετασχηματιστική ~. 2. το μάθημα της φωνολογίας, της μορφολογίας και της παραγωγής μιας γλώσσας καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο: Σχολική ~. 3. σύγγραμμα που παρουσιάζει τους κανόνες που περιγράφουν τη φωνολογική, μορφολογική και συντακτική δομή μιας γλώσσας: H «Nεοελληνική Γραμματική» του M. Tριανταφυλλίδη.
[λόγ. < αρχ. γραμματική (ενν. τέχνη) θηλ. του επιθ. γραμματικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμματική η.
-
- Επιστήμη που ασχολείται με το τυπικό της γλώσσας και τον καθορισμό των νόμων της:
- έμαθα την γραμματικήν, το γράψιμον (Συναδ. φ. 21r).
[αρχ. ουσ. γραμματική. Η λ. και σήμ.]
- Επιστήμη που ασχολείται με το τυπικό της γλώσσας και τον καθορισμό των νόμων της:
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμματικό(ν) το.
-
- 1) (Πληθ.) μαθήματα που διδάσκει ο γραμματικός, η «εγκύκλια μόρφωση»:
- έμαθα τα γραμματικά πλην μετά κόπου πόσου (Προδρ. III 80).
- 2) Ιερά γράμματα, θείες Γραφές (των Εβραίων)·
- (συνεκδ.) μελέτη των θείων Γραφών· φρ. κάθομαι εις το γραμματικό μου = μελετώ τις (θείες) Γραφές:
- (Εβρ. ελεγ. 170).
- (συνεκδ.) μελέτη των θείων Γραφών· φρ. κάθομαι εις το γραμματικό μου = μελετώ τις (θείες) Γραφές:
[μτγν. ουσ. γραμματικόν]
- 1) (Πληθ.) μαθήματα που διδάσκει ο γραμματικός, η «εγκύκλια μόρφωση»:
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμματικός ο.
-
- 1) Γραμματοδιδάσκαλος:
- έχουν το οι γραμματικοί και πάντες οι σκουφάδες (Διήγ. παιδ. 403).
- 2) Γραμματέας:
- καθίσω, γράψω … πρόσταγμαν με τας χείρας μου και μη γραμματικού μου (Καλλίμ. 2298)·
- Όρισε πάλι Αλέξανδρος γραμματικόν και κράζουν και διαθήκην έκαμε (Αλεξ. 2817).
[αρχ. ουσ. γραμματικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γραμματοδιδάσκαλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματικός 1 -ή -ό [γramatikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα γράμματαI2: Δεν έχει γραμματικές γνώσεις. || (ως ουσ.) ο γραμματικός, ονομασία των φιλολόγων της Aλεξανδρινής εποχής. 2. (ως ουσ., λαϊκότρ.) ο γραμματικός, γραμματέας.
[1: λόγ. < ελνστ. γραμματικός, αρχ. σημ.: `που γνωρίζει τα γράμματα΄· 2: γραμματ- (γράμμα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γραμματική: Γραμματικοί κανόνες. Kάνει πολλά γραμματικά λάθη. Γραμματικό γένος, που αφορά τη μορφολογική κατάταξη των ονομάτων μιας γλώσσας και όχι τη φυσική πραγματικότητα. Γραμματική κατηγορία, το μέρος του λόγου. Γραμματικές λέξεις, σύνδεσμοι, προθέσεις, αντωνυμίες κτλ. Γραμματικές πληροφορίες, πληροφορίες που αφορούν τη μορφολογία των λέξεων.
[λόγ. γραμματ(ική) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμμάτιο το [γramátio] Ο40 : επίσημο έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο, ο εκδότης, αναγνωρίζει χρηματική οφειλή προς κπ., την οποία υπόσχεται να εξοφλήσει μέσα σε ορισμένη ημερομηνία: Yπογράφω / πληρώνω ~. Έντοκα* γραμμάτια.
[λόγ. < ελνστ. γραμμάτιον `μικρή επιστολή, συμβόλαιο΄ (υποκορ. της λ. γράμμα) σημδ. γαλλ. billet]
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμμάτιον το.
-
- Επιστολή:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1810)·
- δούναι το γραμμάτιον ρηγί (Πρέσβ. ιππ. 306).
[μτγν. ουσ. γραμμάτιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Επιστολή:
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμμάτισις η.
-
- Μόρφωση, πνευματική συγκρότηση:
- Χαίρε, εις την γραμμάτισιν και εις την γνώσιν θεία (Ύμν. Παναγ. 18).
[<γραμματίζω + κατάλ. ‑σις]
- Μόρφωση, πνευματική συγκρότηση:



