Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γονέας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γονέας ο [γonéas] Ο21 : ο πατέρας και σπανιότερα η μητέρα· ο γονιός. || (πληθ.) ο πατέρας και η μητέρα μαζί: Έχει νέους γονείς. Γεννημένος από γονείς μετανάστες / από Έλληνες γονείς. Σύλλογος γονέων και κηδεμόνων. Έχει θετούς γονείς. ΦΡ και των γονέων, με ουσιαστικό για κτ. υπερβολικό: Πείνα και των γονέων. ΠAΡ έκφρ. αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, τα παραπτώματα των γονέων, προγόνων βασανίζουν τους απογόνους ή και αποτελούν παράδειγμα και τιμωρία γι΄ αυτούς.

[λόγ. < αρχ. γονεύς, αιτ. γονέα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go