Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γομολάστιχα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γομολάστιχα η [γomolástixa] & γομαλάστιχα η [γomalástixa] Ο27α : κομμάτι από καουτσούκ ή πλαστική ελαστική ύλη με το οποίο σβήνουμε κτ. γραμμένο συνήθ. με μολύβι· σβηστήρα, σβήστρα, γόμα.

[γομα-: ιταλ. gomma elastica με αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· γομο-: παρετυμ. γόμ(α) -ο- + λάστιχ(ο) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες