Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυστρίδα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γλυστρίδα η.
  • Είδος ποώδους φυτού, γλιστρίδα:
    • ας τρώγουν αντράκλες, ήγουν γλυστρίδας, οπού κάμνουν σαλάτα (Αγαπ. Γεωπον. 248).
  • Ως προσωποπ.:
    • (Πωρικ. I 81).

[<ουσ. εγκλυστρίς (Steph., Du Cange) <εγκλύζω (L‑S). Η λ. στο LBG και σήμ. (γλι‑)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go