Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυπτό
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυπτοθήκη η [γliptoθíki] Ο30 : ειδικό μουσείο ή αίθουσα μουσείου, όπου εκτίθενται έργα γλυπτικής: H Γλυπτοθήκη του Mονάχου.

[λόγ. < γαλλ. glyptothèque < ελνστ. γλυπτό(ν) + -θήκη, κατά τη λ. bibliothèque = βιβλιοθήκη]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυπτολόγος ο· γλυφτολόγος.
  • Γλύπτης:
    • γλυφτολόγος, οπού ’καμνεν τα είδωλα γλυφτά (Χούμνου, Κοσμογ. 595).

[<ουσ. γλυπτόν + λόγος]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυπτοπελεκημένος, μτχ. επίθ.
  • (Μεταφ.) καμωμένος από πέτρα, σκληρόκαρδος, άκαμπτος:
    • (Ιμπ. (Legr.) 971).

[<επίθ. γλυπτός + μτχ. παρκ. του πελεκώ]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυπτός, επίθ.· γλυφτός.
  • 1) Σκαλιστός, λαξευμένος, ανάγλυφος:
    • είδωλα γλυφτά (Χούμνου, Κοσμογ. 596).
  • 2) (Μεταφ.) τορνευτός, καλοφτιαγμένος:
    • εφαίνονταν (ενν. τα μάγουλα) γλυπτά, ολοχαριτωμένα (Θησ. ΙΒ´ [583]).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ομοίωμα, είδωλο:
    • Ουδέ να κάμεις εις του λόγου σου γλυπτόν (Χριστ. διδασκ. 287).

[μτγν. επίθ. γλυπτός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυπτός -ή -ό [γliptós] Ε1 : για έργο τέχνης, τρισδιάστατο ή ανάγλυφο, που είναι λαξευμένο σε σκληρό υλικό: ~ διάκοσμος. Γλυπτό διάζωμα. || (ως ουσ.) το γλυπτό, το έργο της γλυπτικής: Tα γλυπτά του Παρθενώνα.

[λόγ. < ελνστ. γλυπτός & ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. γλυπτόν (ενν. ἔργον) του επιθ. γλυπτός]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυπτοτεχνουργόμορφος, επίθ.
  • Σκαλισμένος περίτεχνα:
    • στην πύλην την μεγάλη, την γλυπτοτεχνουργόμορφον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 376).

[<επίθ. γλυπτός + τεχνουργόμορφος]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυπτοχρυσοπετάλωτος, επίθ.
  • Σκαλισμένος και στολισμένος με πέταλα χρυσού:
    • θύρα μεγάλη, γλυπτοχρυσοπετάλωτος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 436).

[<επίθ. γλυπτός + χρυσοπετάλωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες