Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκούσα, επίθ. θηλ.
-
- (Προκ. για κόρη) γλυκιά, θελκτική:
- (Ch. pop. 516).
[<επίθ. γλυκός + κατάλ. ‑ούσα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- (Προκ. για κόρη) γλυκιά, θελκτική: