Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιγανταιώρημα το [jiγandeórima] Ο49 : γυμναστική άσκηση που εκτελείται στο μονόζυγο με περιστροφές του σώματος γύρω από αυτό· γιγάντιο αιώρημα.
[λόγ. γιγαντ(ο)- + αιώρημα μτφρδ. αγγλ. giant swing(;)]



