Παράλληλη αναζήτηση
| 70 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερο- 1 [jero] & γερό- [jeró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό, αν και συνηθέστερα παρατηρείται χαλαρή σύνθεση, χωρίς αναβιβασμό του τόνου : (πρβ. γεροντο-)· α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. είναι μεγάλης ηλικίας: ~βασιλιάς. || σε ζώα: ~γάτος, ~λύκος και γερόλυκος. β. αφορά άτομο μεγάλης ηλικίας: ~κολασμένος, ~παλάβρας, ~παράξενος. || επιτείνει την έννοια του γέρος: ~γέροντας. 2. (οικ.) ως προτακτικό πριν από κύριο αρσενικό όνομα, οπότε ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. γρια-): γερο-Bασίλης, γερο-Kωσταντής.
[μσν. γερο- θ. του ουσ. γέ ρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γερο-μισσίρ `ο γέρος άρχοντας΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες μετοχές παθητικού παρακειμένου· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι καλοφτιαγμένο: ~δεμένος, ~φτιαγμένος, καλοφτιαγμένος.
[θ. του επιθ. γερ(ός) -ο-]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεροβοσκώ,
- βλ. γηροβοσκώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- γερογάιδαρος ο· γρογάιδαρος.
-
- (Υβριστ.) προκ. για άνθρωπο αγροίκο:
- αν παίζεις με γρογάιδαρους, δέχου και τσι τσινιές τως (Φορτουν. Ε´ 266).
[<ουσ. γέρος + γάιδαρος· βλ. και γεροντογάιδαρος. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- (Υβριστ.) προκ. για άνθρωπο αγροίκο:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεροδαίμονας ο.
-
- Διάβολος:
- Πας εις το γεροδαίμονα, γάιδαρε; (Κατζ. Γ´ 516).
[<ουσ. γέρος + δαίμονας]
- Διάβολος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεροδεμένος -η -ο [jeroδeménos] Ε3 : που έχει σώμα εύρωστο, δυνατό και μυώδες: Γεροδεμένο παλικάρι.
[γερο- 2 + δεμένος μππ. του δένω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεροκάπρος ο.
-
- Γέρικος κάπρος:
- σα γεροκάπρο στο πετσί να τονε κοπανίσει (Φορτουν. Γ´ 716).
[<ουσ. γέρος + κάπρος]
- Γέρικος κάπρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεροκομώ [jerokomó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) γηροκομώ.
[ελνστ. γηροκομῶ, με τροπή του άτ. [ir > er] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερόλυκος ο [jerólikos] Ο20 : 1. (λογοτ.) γέρικος λύκος. 2. (μτφ.) για κπ., συνήθ. ναυτικό, που πέρασε τη ζωή του με κινδύνους και δυσκολίες αποκομίζοντας πολλές εμπειρίες.
[γερο- 1 + λύκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γερομισσίρ ο.
-
- Προκ. για ηλικιωμένο «μισσίρ» (= κύριο), με συνοδεία του κύρ. ον.:
- Ο μπάιλος τότε του Μορέως, ο γερομισσίρ Νικόλαος (Χρον. Μορ. H 8616).
[<ουσ. γέρος + μισσίρ]
- Προκ. για ηλικιωμένο «μισσίρ» (= κύριο), με συνοδεία του κύρ. ον.:



