Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαμησιάτικα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμησιάτικα τα [γamisxátika] Ο41 : (χυδ., λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ πληρώνω τα ~: α. πληρώνω κοροϊδίστικα λεφτά. β. υφίσταμαι τις συνέπειες χωρίς να είμαι ο (κύριος) υπαίτιος· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα κερατιάτικα.

[γαμήσ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος κατά το κερατιάτικα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go