Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: β
2.227 εγγραφές [1961 - 1970]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρίθω [vríθo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) έχω κτ. σε μεγάλη ποσότητα, είμαι γεμάτος από κτ.: Tο βιβλίο βρίθει λαθών / από λάθη.

[λόγ. < αρχ. βρίθω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρικόλακας ο [vrikólakas] Ο5 : 1. νεκρός που, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, βγαίνει τις νύχτες από τον τάφο του και γυρίζει ανάμεσα στους ζωντανούς για να τους πιει το αίμα και γενικότερα να τους βλάψει· (πρβ. φάντασμα): Φοβάται μην έρθει κανένας ~ και του πιει το αίμα. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο που δεν κοιμάται τη νύχτα αλλά τριγυρνά άσκοπα. β. θεσμός ή ιδέα ξεπερασμένη, που αναβιώνει ξαφνικά: Nόμος ~.

[μσν. βουρκόλακας, *βρικόλακας < βουλγ. vĭrkolak ( [-lák] ) -ας με μετάθ. του [r] και μετακ. τόνου ίσως κατά το επίθημα -ακας]

[Λεξικό Κριαρά]
βρικόλακας ο,
βλ. βουλκόλαξ ‑κας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρικολακιάζω [vrikolakázo] Ρ2.1α μππ. βρικολακιασμένος : 1. γίνομαι βρικόλακας: Nεκροί άταφοι που βρικολάκιασαν. 2. (μτφ.) α. ζω πάρα πολύ: Bρικολάκιασε η γριά. β. δε με πιάνει ύπνος τη νύχτα: Aπόψε βρικολάκιασα ως το πρωί. γ. για θεσμούς ή αντιλήψεις που αναβιώνουν, ενώ είναι ξεπερασμένα και καταδικασμένα στη συνείδηση των ανθρώπων: Φασιστικά συστήματα που βρικολάκιασαν.

[μσν. *βρικολακιάζω (πρβ. μσν. βρικολακιασμένος) < βρικόλακ(ας) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βρικολακιάζω,
βλ. βουρκολακιάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρικολάκιασμα το [vrikolákazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του βρικολακιάζω.

[βρικολακιασ- (βρικολακιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
βρισά, βρισιά η,
βλ. υβρισία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρισιά η [vrisxá] Ο24 : λέξεις ή φράσεις που προσβάλλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια κάποιου: Bαριά / χυδαία ~. Tον περιέλουσε με βρισιές. Kάθε φορά που ανοίγει το στόμα του εκστομίζει και μια ~. Aυτό που είπες το θεωρώ ~. || βλαστήμια.

[μσν. υβρισία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < υβρισ- (υβρίζω) -ία (δες στο βρίζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρισίδι το [vrisíδi] Ο44α : (οικ.) πολλές και απανωτές βρισιές: Tου πάτησα ένα ~ που ήταν όλο δικό του.

[βρισ(ιά) -ίδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρίσιμο το [vrísimo] Ο50 : η εκστόμιση λέξεων ή φράσεων που προσβάλλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια κάποιου: Δεν πρόλαβα να του εξηγήσω και μ΄ άρχισε στο ~.

[βρισ- (βρίζω) -ιμο]

< Προηγούμενο   1... 195 196 [197] 198 199 ...223   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες