Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: β
2.227 εγγραφές [771 - 780]
[Λεξικό Κριαρά]
βελούδιν το,
βλ. βελούσιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελούδινος -η -ο [velúδinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από βελούδο· βελουδένιος: Bελούδινες κουρτίνες / πολυθρόνες. 2. (μτφ.) που είναι απαλός, μαλακός σαν (από) βελούδο: Bελούδινη επιδερμίδα. Bελούδινα χέρια / χείλη. || Bελούδινη επανάσταση, η κίνηση που οδήγησε στην ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην πρώην Tσεχοσλοβακία.

[λόγ. βελούδ(ο) -ινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελούδο το [velúδo] Ο39 : 1. είδος πολυτελούς υφάσματος από βαμβάκι, μετάξι ή μαλλί, με παχύ στιλπνό πέλος: Kαναπές / παντελόνι / φουστάνι από ~. 2. για ρούχο κατασκευασμένο από βελούδο: Ήρθε ντυμένη στα βελούδα. || Φέτος το ~ είναι πολύ της μόδας, το ύφασμα από βελούδο. 3. (μτφ.) απαλός, τρυφερός, μαλακός σαν το βελούδο: Έχει (κάτι) χέρια / μάγουλα / επιδερμίδα ~.

[μσν. βελούδο < βεν. veludo]

[Λεξικό Κριαρά]
βελούδο το.
  • Είδος πολυτελούς υφάσματος ή ενδύματος:
    • φορέματα ολόχρυσα, βελούδα, καμουκάδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14616).

[<βεν. veludo. Η λ. στο Du Cange (ον) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βελουδοκαμουχένιος, επίθ.
  • Που είναι κατασκευασμένος από βελούδο και καμουχά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 679).

[<ουσ. βελούδο + επίθ. καμουχένιος]

[Λεξικό Κριαρά]
βελούσιν το.
  • Βελούδο:
    • βελούσιν ή και τζατουνίν ή καμουχά αφ’ την Πίζα (Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 140 (κατά το χφ· έκδ. Legrand βελούδιν).)>

[<παλαιότ. γαλλ. velous - veloux - μεσν. λατ. velusum (Du Cange, Lat., λ. villosa, D’Hauterive, λ. velox)· βλ. και βιλουσένος. Τ. ι σήμ. στη Ρόδο (Τσοπανάκης 1983: ΙΙ 446). Η λ. στο Du Cange (λ. βελούδο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελουτέ [veluté] Ε (άκλ.) : ιδίως για ύφασμα, που είναι μαλακό, που έχει την υφή του βελούδου, που μοιάζει με βελούδο: H φούστα δεν είναι ακριβώς βελούδο, είναι ~. || (ως ουσ.) το βελουτέ.

[λόγ. < γαλλ. velouté]

[Λεξικό Κριαρά]
βέλτιος, επίθ.
  • Καλύτερος, ανώτερος:
    • (Διήγ. αναιρεθ. 8468
    • εν δόρυ και άρμασιν οι Πέρσαι πολλῴ βέλτιοι των Οτμαλήδων (Έκθ. χρον. 6310).

[<ουδ. βέλτιον (πβ. κάλλιος) ή αιτιατ. πληθ. βελτίους του αρχ. επιθ. βελτίων. Η λ. τον 8.-10. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελτιστοποίηση η [veltistopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βελτιστοποιώ· η επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος σε κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: ~ της παραγωγικότητας.

[λόγ. βελτιστοποιη- (βελτιστοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελτιστοποιώ [veltistopió] -ούμαι Ρ10.9 : επιτυγχάνω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.

[λόγ. βέλτιστ(ος) -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   1... 76 77 [78] 79 80 ...223   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες