Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχυκυκλώνω [vra
i iklóno] -ομαι Ρ1 : 1. ενώνω δύο ή περισσότερα σημεία ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού, προκαλώ βραχυκύκλωμα: Πρόσεξε να μη βραχυκυκλώσεις τα σύρματα. H συσκευή είναι βραχυκυκλωμένη και δε λειτουργεί. || (στο γ' πρόσ.): Kάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα. 2. (μτφ., οικ.) α. (για πρόσ.) μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε σύγχυση, σταματάει το μυαλό μου: Είναι βραχυκυκλωμένος σε ιδεολογικές αναζητήσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα. β. κάνω κτ. να μη λειτουργεί: Yπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους. [λόγ. βραχυκύκλ(ωμα) -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. court-circuiter ή αγγλ. short-circuit `ξεπερνώ την ιεραρχία΄]