Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουβαίνω [vuvéno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. να μείνει βουβός, άφωνος. || (συνήθ. παθ.) χάνω τη φωνή μου, μένω βουβός, άφωνος: Bουβάθηκα από το φόβο / τον τρόμο. Γιατί δε μιλάς, βουβάθηκες; || (μτφ.) δεν παράγω ήχο, μένω χωρίς ήχο: Έφυγαν τα παιδιά και βουβάθηκε το σπίτι / το σχολείο.
[βουβ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουβαίνω.
-
- (Μέσ.) γίνομαι βουβός, άφωνος:
- το στόμα εβουβάθη (Ερωτόκρ. Γ´ 978).
[<επίθ. βουβός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Μέσ.) γίνομαι βουβός, άφωνος: