Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολοκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολοκοπώ [volokopó] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : (λαϊκότρ.) σβαρνίζω.

[αρχ. βωλοκοπῶ (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες