Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιτσίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιτσίζω [vitsízo] Ρ2.1α : χτυπώ με βίτσα: Bίτσισε δυνατά το άλογό του.

[βίτσ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες