Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελέντζα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελέντζα η [veléndza] Ο25 : χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη).

[τουρκ. velenç(e) θηλ. κατά τη λ. κουβέρτα]

[Λεξικό Κριαρά]
βελέντζα η.
  • Βαρύ μάλλινο φλοκωτό κλινοσκέπασμα:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 21548).

[<ουσ. βαλέντζα (Somav.) <ιταλ. *(coperta da) Valenza, πβ. ιταλ. valenzana, catalana, κ.ά. (Henrich 1988: 182-4). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες