Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαυ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βαΰζω· βαγύζω.
  • Γαβγίζω:
    • (Σπαν. V 199 (έκδ. βαύζουν· διόρθ. Krumbacher)).

[αρχ. βαΰζω. Βλ. και βαβίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαυκαλίζω [vafkalízo] -ομαι Ρ2.1 : δημιουργώ σε κπ. εφησυχασμό και αισιοδοξία με απατηλές υποσχέσεις και ελπίδες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: Bαυκαλίζεται με την ιδέα ότι μια μέρα θα γίνει διάσημος ηθοποιός. Mη βαυκαλίζεσαι με ψεύτικες ελπίδες.

[λόγ. < ελνστ. βαυκαλίζω `νανουρίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες