Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριεστώ [varjestó] Ρ10.1α μππ. βαριεστημένος* : (λαϊκότρ.) 1. απαυδώ, αποκάμνω, μπουχτίζω: Bαριέστησα τόσα χρόνια απ΄ τις ταλαιπωρίες. 2. αισθάνομαι ανία, πλήττω: Έχω βαριεστήσει τη ζωή μου.
[βαριεστ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. βαριεστισ-]