Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβαλίζω.
-
- Νανουρίζω·
- ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
- το περέχυμαν, μαζός βαβαλισμένος (Προδρ. ΙV 173).
- ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
[<μτγν. βαυβαλίζω. Η λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Νανουρίζω·