Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βάπτω· βάφω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Εμβαπτίζω:
- (Ιερακοσ. 46419)·
- β) (προκ. για σιδερένια εργαλεία που για να σκληρυνθούν κατά την επεξεργασία τους βυθίζονται σε υγρό) σκληρύνω:
- (Ιατροσ. κώδ. φνγ´)·
- (σε μεταφ.):
- την καρδιά με τη βαφή τσ’ απομονής να βάψει (Ερωτόκρ. Γ´ 1522).
- α) Εμβαπτίζω:
- 2) Χρωματίζω:
- (Ιμπ. (Legr.) 938).
- 3)
- α) (Πιθ.) αλλοιώνω κάπ.:
- να δείτε πώς τους βάφει … εκείνους που συνακλουθούν του έρωτος την στράτα (Θησ. (Foll.) I 4)·
- β) (μεταφ.) αλλοιώνω στο χειρότερο:
- βαμμένην … διάνοιαν (Χριστ. διδασκ. 328).
- α) (Πιθ.) αλλοιώνω κάπ.:
- 1)
- II. (Μέσ.) χρωματίζομαι:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 405).
[αρχ. βάπτω. Ο τ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.