Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αϊτός
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αϊτός ο [aitós] Ο17 : (προφ.) ο αετός.

[μσν. αϊτός < αρχ. ἀετός με διφθογγοπ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αϊτός ο,
βλ. αετός.
[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτός s. αετός
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go