Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχταρμάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχταρμάς ο [axtarmás] Ο1 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ανακάτεμα: Ένας ~ από ρούχα, βιβλία και τρόφιμα. (έκφρ.) τα κάνω (έναν) αχταρμά, για κτ. που το έχουμε μπερδεμένο, συνήθ. στο μυαλό μας: Διάβαζε, διάβαζε τόσα χρόνια μα τα ΄χει κάνει έναν αχταρμά μες στο μυαλό του.

[τουρκ. aktarma `δημιουργία αναστάτωσης΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχταρμάς [axtarmás] ο, (& ακταρμάς)
  • ① transfer or reloading fr one means of transportation to another, transshipment
  • ⓐ fig act of stealing a precious item and substituting a cheap copy for it
  • ② naut type of small sea vessel:
    • φανερωνόντανε σ' αυτά τα νερά και κανένα καΐκι μεγαλύτερο .. σκαρί ακταρμάς με πανί σακολαιβήσιο (Kontoglou) |
    • εκεί σκαρώνονται τρεχαντήρια .. καθώς και αχταρμάδες (τοπικό σκαρί) και βάρκες (Varelas)

[fr Turk aktarma 'transshipment']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες