Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλόκαλος -η -ο [afilókalos] Ε5 : (λόγ.) ακαλαίσθητος.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλόκαλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλόκαλος, -η, -ο [afilόkalos] (L)
- lacking a sense or love of beauty, tasteless, gross (syn ακαλαίσθητος, ant φιλόκαλος):
- αφιλόκαλη γυναίκα
[fr kath αφιλόκαλος ← K (Plut, Galen), cpd w. φιλόκαλος]
- lacking a sense or love of beauty, tasteless, gross (syn ακαλαίσθητος, ant φιλόκαλος):



