Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφικνούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφικνούμαι [afiknúme] Ρ10.9β (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. γ' πρόσ. αφίχθη, αφίχθησαν, απαρέμφ. αφιχθεί : (λόγ.) φτάνω: Ο πρωθυπουργός αφίχθη χθες στην Aθήνα ύστερα από τριήμερη επίσημη επίσκεψη στη Γαλλία.

[λόγ. < αρχ. ἀφικνοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες