Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφικνούμαι [afiknúme] Ρ10.9β (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. γ' πρόσ. αφίχθη, αφίχθησαν, απαρέμφ. αφιχθεί : (λόγ.) φτάνω: Ο πρωθυπουργός αφίχθη χθες στην Aθήνα ύστερα από τριήμερη επίσημη επίσκεψη στη Γαλλία.
[λόγ. < αρχ. ἀφικνοῦμαι]