Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφή
72 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Γεωργακά]
αφήμιστος, -η, -ο [afímistos]
  • not renowned, not famous, not well-known (ant φημισμένος):
    • να κάμει πλάσματα της τέχνης .. ήρωες για μένα φημισμένους ή αφήμιστους, ονομασμένους ή ανώνυμους (Palam)

[cpd w. φημιστός; cf δυσφημίζω (Kοrais), κακοφήμιστος (: κακοφημίζω 1796)]

[Λεξικό Κριαρά]
άφημος, επίθ.
  • Που δεν έχει φήμη, άδοξος:
    • (Θεολ., Tζίρ. 35410).

[<στερ. α‑ + ουσ. φήμη. H λ. τον 5. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
αφήν, σύνδ.,
βλ. απής.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφηνιάζω [afiniázo & afinázo] Ρ2.1α μππ. αφηνιασμένος : 1.(για ζώα, κυρίως άλογα) τρέχω μανιασμένα προς μια τυχαία κατεύθυνση: Aφηνίασε το άλογο και έριξε κάτω τον καβαλάρη του. Tο κοπάδι ξεχύθηκε αφηνιασμένο στον κάμπο. 2. (για πρόσ.) αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί, από ένα βίαιο συναίσθημα ή ένα σφοδρό πάθος, σε μια συμπεριφορά παράφορη και βίαιη: Aφηνίασε / έκανε σαν αφηνιασμένος από το κακό του. || ξεπερνώ κάθε ηθικό φραγμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀφηνιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αφηνιάζω.
  • Eξεγείρομαι, στασιάζω:
    • ίνα μη ο συρφετώδης όχλος ατακτήσας αφηνιάσῃ (Δούκ. 2832).

[μτγν. αφηνιάζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνιάζω [afiniázo] ipf αφηνίαζα (& αφήνιαζα), aor αφηνίασα (& αφήνιασα), pf & plupf έχω-είχα αφηνιάσει, (L)
  • ① run wildly or uncontrollably, bolt:
    • το γαϊδούρι αφηνίασε και ο αναβάτης έπεσε |
    • πάλευε να κουμαντάρει τ' άλογό του, που 'χε αφηνιάσει (Roufos)
  • ② fig get out of control, run wild:
    • πέρασαν .. αστραπιαία από τα μάτια μας σα φιλμ κινηματογράφου, που του αφηνίασε για μια στιγμή η μηχανή (Ouranis) |
    • αφηνίασε η φαντασία και φτάσανε στο παραλήρημα της χλιδής (Psathas) |
    • το βαπόρι μας αφηνιάζει σαν ακυβέρνητο μέσα στην κόλαση των αφρών (Athanasiadis-N) |
    • το δεξί μου πόδι .. αφήνει το βάρος του να πέφτει ολάκερο πάνω στον επιταχυντήρα· το αυτοκίνητο αφηνιάζει (Chourmouziadis)
  • ⓐ run amok, rage violently, become frenzied, flare up (syn απολυσσιάζω, αποχαλινώνομαι, μανιάζω):
    • αφηνιάζει το κομματικό ραδιόφωνο (Palaiologos) |
    • φέρνει τα χέρια του στις τσέπες, .. αλλά μη βρίσκοντας τίποτα, αφηνιάζει, ξεσπά, ουρλιάζει (Psathas) |
    • ο αριστερός τύπος είχε αφηνιάσει εναντίον του (Nakou) |
    • με είχε πειράξει και η θάλασσα, που είχε αφηνιάσει τις τρεις τελευταίες μέρες (Stratou)

[fr MG (Ducas) αφηνιάζω ← PatrG (Epiphanius, 4th c.), K, cpd of pref αφ- & ηνία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνίαση [afiníasi] η, (L)
  • ① act of running wildly or uncontrollably, bolting (syn αφηνίασμα 1, αφηνιασμός 1)
  • ② fig lack of restraint or control, unruliness, wildness (syn αποχαλίνωση, αφηνίασμα 2, αφηνιασμός 2, μανία)

[fr kath αφηνίασις ← ByzG (Hierocles+; 5th c.) 'refusal to obey the reins', der of αφηνιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνίασμα [afiníazma] το, (L)
  • ① = αφηνίαση η 1
  • ② fig = αφηνίαση η 2:
    • ερωτικό ~
  • ⓐ fury, rage, frenzy (syn μανία):
    • poem .. ένα φύλλο ξερό το παίρνει | του καταρράχτη το ~ (Pavleas)

[neol, der of αφηνιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνιασμένος, -η, -ο [afiniazménos]
  • ① having bolted, wild, uncontrollable, runaway:
    • κάλπαζαν αληθινά άτια αφηνιασμένα από κοντά του (Sardelis) |
    • ένας ~ ελέφαντας τον σκότωσε (Venezis) |
    • μερικά πτώματα δείχνουν απάνω τους σημάδια δαγκώματος, από λύσσα κάποιου αφηνιασμένου κτήνους (ChZalokostas) |
    • εκδικιέται σαν αφηνιασμένη γκαμήλα (Tsirkas)
  • ② fig unrestrained, wild, uncontrollable (syn αποχαλινωμένος):
    • ~ ρομαντισμός |
    • αφηνιασμένο παραλήρημα |
    • αφηνιασμένα κύματα |
    • η μηχανή περνούσε αφηνιασμένη απ' τη σιδεροστρωσία (Lountemis) |
    • γύρω της χόρευαν ξεστήθωτοι αφηνιασμένοι Iταλοί κι Iταλίδες (Venezis) |
    • χάνονται μες στην αφηνιασμένη θάλασσα, που άφριζε (Zappas) |
    • κυλίστηκε σ' αγκαλιές αφηνιασμένες (Terzakis)
  • ⓐ raging, frenzied, amok, furious (syn μανιασμένος):
    • εγύρισε πίσω .. σπαθοκοπώντας τον άνεμο με το αφηνιασμένο μπαστούνι του (Papantoniou) |
    • έξω κουφόβραζε η φοβέρα ενός αφηνιασμένου όχλου (Delmouzos) |
    • οι αφηνιασμένες κραυγές του, οι αφορισμοί του, η λύσσα του έπεφταν σε δικαίους και αδίκους (Venezis)

[ppp of αφηνιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνιασμός [afiniazmós] ο, (L)
  • ① act of running wildly or uncontrollably, bolting (syn αφηνίαση 1):
    • ο ~ των αλόγων, η πλημμύρα, ήταν γι' αυτόν .. εικόνες συμβολικές (Xenop)
  • ② fig lack of restraint or control, unruliness, wildness (syn αφηνίαση 2):
    • δεν προτιμάτε από το δημιουργικό αφηνιασμό .. το απαλό κύμα του γαλήνιου στοχασμού; (Palaiologos) |
    • παραμένει αδόνητος και ασάλευτος μπροστά στον αφηνιασμό της εξουσίας των βασιλέων (Stasinop)

[fr kath αφηνιασμός ← K (Philo, prob. in Plut.), der of αφηνιάζω]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες