Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτό
781 εγγραφές [141 - 150]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιδάσκομαι [afto∂i∂áskome] (L)
  • teach o.s.

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοδιδάσκομαι, cpd w. διδάσκομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιδαχή [afto∂i∂a í] η, (L)
  • act or process of teaching o.s., self-instruction (syn αυτοδιδασκαλία):
    • η αισθητική αγωγή του κι η κριτική του οξυδέρκεια ήταν ενισχυμένες με την ελεύθερη σπουδή, με την ~ (Panagiotop)

[fr kath (neol) αυτοδιδαχή, cpd w. διδαχή]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιέγερση [afto∂iéyersi] η, (L) electr
  • excitation of an electrical apparatus by means of current produced by the apparatus itself, self-excitation:
    • ~ γεννήτριας |
    • η ~ του ταλαντωτή

[fr kath (neol) αυτοδιέγερσις, cpd w. διέγερσις; cf Fr auto-excitation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιήγηση [afto∂iíyisi] η, (L)
  • narrative or account relating personal incidents

[fr kath (neol) αυτοδιήγησις, cpd w. διήγησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικάζομαι [afto∂ikázome] (L)
  • put o.s. on trial, judge o.s. (syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):
    • όταν ένας λαός έχει τη δύναμη να αυτοδικάζεται και να αυτοτιμωρείται, πώς θέλετε να μην φτάσει το ύψος που έφτασε; (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοδικάζομαι, cpd w. δικάζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικαζόμενος, -η, -ο [afto∂ikazόmenos] (L)
  • putting o.s. on trial, judging o.s. (syn αυτοελεγχόμενος):
    • θα είναι η απάντησις που δίνει η ίδια η ζωή στην απαισιόδοξη και μεμψίμοιρη εποχή μας με την αυτοδικαζόμενη νεολαία (Melas)

[prp of αυτοδικάζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδίκαια [afto∂ícea] adv (L)
  • by the mere operation of the law, ipso jure (syn αυτοδικαίως 1):
    • μια και η πίστη τους στο μη παροδικό τούς ξεχωρίζει, τότε και η παραίτηση ~ τους απομακρύνει (Angelou)

[der of αυτοδίκαιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοδίκαιος -η -ο [aftoδíkeos] Ε5 : (νομ., για έννομο δικαίωμα, αποτέλεσμα) που γίνεται χωρίς να απαιτείται καμιά άλλη ιδιαίτερη απόφαση ή διαδικασία, απλώς και μόνο επειδή συνέβη ένα προκαθορισμένο γεγονός: Ο νόμος προβλέπει την αυτοδίκαιη αποχώρηση όσων συμπληρώνουν το όριο ηλικίας. αυτοδικαίως ΕΠIΡΡ: H σύμβαση λύνεται ~ εάν πεθάνει ένας από τους συμβαλλομένους.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. αὐτοδίκαιον `δικαίωμα καθ΄ αυτό΄ σημδ. λατ. ipso jure· λόγ. αυτοδίκαι(ος) -ως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδίκαιος, -η (& -αία), -ο [afto∂íceos] (L)
  • ① law effected by or due to the mere operation of the law:
    • αυτοδίκαιη διάλυση της εταιρίας λόγω θανάτου |
    • η αυτοδικαία ισχύς των προεδρικών διαταγμάτων περιορίζεται σε 40 μέρες
  • ② possessing an inherent right, rightful, legitimate:
    • το παρελθόν δεν έχει χάσει εντελώς τη δύναμή του, όταν αυτοδίκαιο και αυτοϋπεύθυνο επρόκυψε το παρόν (Spandonidis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1854, 1884]) αυτοδίκαιος, cpd w. δίκαιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικαίως [afto∂icéos] adv (L)
  • ① by the mere operation of the law, without further procedure, ipso jure (syn αυτοδίκαια):
    • αφότου γίνει η παράδοση, ο οφειλέτης αποκτά ~ την κυριότητα του τίτλου (Christidis AK) |
    • το νομικό πρόσωπο βρίσκεται ~ σε εκκαθάριση μόλις διαλυθεί (ib)
  • ② by reason of inherent right, rightfully, legitimately (syn δικαιωματικά):
    • κάθε πολίτης συμπράττει ~ εις την έκφραση της κοινοτικής βουλήσεως (Kolyva) |
    • η N. ήταν ~ βαρώνη του Aργκαινταίηλ (Tsirkas) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis)

[([1835 etc]) αυτοδικαίως, rendering Lat ipso jure 'by operation of law')]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...79   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες