Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτό
781 εγγραφές [651 - 660]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσχεδίαστος, -η, -ο [aftos e∂íastos] (L)
  • built or arranged hastily without a plan, improvised (near-syn αυτοσχέδιος 2):
    • ποτέ πριν δεν της είχε φανεί τόσο έρημο, τόσο παγερό το αυτοσχεδίαστο τούτο δωμάτιο (Chourmouziadis)

[fr kath αυτοσχεδίαστος ← AG (Alcidamas, Soph. 16,17) αὐτοσχεδιαστός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσχέδιο [aftos é∂io] το, (L)
  • rough sketch or draft (syn σκαρίφημα, σκίτσο)

[fr kath το αυτοσχέδιον ← K (Galen, 2nd c. AD), substantiv. n of αυτοσχέδιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσχέδιος -α -ο [aftosxéδios] Ε6 : α.(για πρόσ.) που εκτελεί ένα ρόλο εντελώς περιστασιακά και χωρίς καμιά προετοιμασία: ~ ομιλητής / ρήτορας. β. (για πράξη, έργο) που γίνεται χωρίς προμελετημένο σχέδιο ή με πρόχειρα μέσα: Aυτοσχέδια ομιλία. Aυτοσχέδιο ποίημα. || (για κατασκεύασμα): ~ εκρηκτικός μηχανισμός. Aυτοσχέδια βόμβα.

[λόγ. < αρχ. αὐτοσχέδιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσχέδιος, -α, -ο [aftosçé∂ios] (L)
  • ① extemporaneous, improvised, adlibbed, impromptu, offhand (syn αυτοσχεδιασμένος 1, near-syn απροετοίμαστος2 2, απροσχεδίαστος):
    • ~ λόγος, στοχασμός, χορός |
    • αυτοσχέδια εκδήλωση, κωμωδία |
    • αυτοσχέδιο μοιρολόι, σόλο, τραγούδι |
    • αυτοσχέδια δίστιχα |
    • αυτοσχέδια θεατρική παράσταση |
    • αυτοσχέδιες εισαγωγικές συγχορδίες |
    • απάγγειλε χειρονομώντας έναν αυτοσχέδιο θούριο (TAthanasiadis) |
    • στον συρτό δίνεται η ευκαιρία στους πρωτοχορευτές να κάνουν δημιουργικές και αυτοσχέδιες επιδείξεις (Stratou) |
    • τον προσφώνησε με τους αυτοσχεδίους αυτούς στίχους (Skouzes)
  • ② made fr available resources, improvised:
    • αυτοσχέδια κατασκήνωση |
    • αυτοσχέδιο πυροβόλο όπλο |
    • τοποθέτησαν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχάνημα κάτω από αυτοκίνητο |
    • οι αυτοσχέδιες χειροβομβίδες έπεφταν από τ' αόρατα χέρια βροχή (Panagiotop) |
    • περνάγαμε από ένα αυτοσχέδιο καφενεδάκι, είδος πόρτα με δυο τραπεζάκια ίσα ίσα μέσα (Terzakis) |
    • έκαμαν την πείρα τους επιστήμη αυτοσχέδια, .. ανακάλυψαν μόνοι τους την επίδραση της νύχτας στα φονικά μηχανήματα (Theotokas)
  • ⓐ improvised for temporary use, makeshift, jury-rigged, jury (syn πρόχειρος):
    • αυτοσχέδια γέφυρα, εξέδρα |
    • naut~ ιστός jury mast |
    • αυτοσχέδια άγκυρα jury anchor |
    • αυτοσχέδιο πηδάλιο jury rudder |
    • έστρωσε σε μια γωνιά τις δυο κουβέρτες .. και κουλουριάστηκε στο αυτοσχέδιο κρεβάτι του (Nirvanas) |
    • έφτανε κι άλλα σύκα τραβώντας με μιαν αυτοσχέδια γκλίτσα τα κλαδιά (Vasilikos)
  • ③ acting extempore or on the spur of the moment, practicing improvisation, improvising:
    • είχαν σηκωθεί αυτοσχέδιοι ρήτορες στην εκκλησία να παραπονεθούν για τις οικονομικές δυσκολίες (Roufos) |
    • τις Aπόκριες αυτοσχέδιοι ποιητές .. συνθέτουν διάφορα δίστιχα (Varelas) |
    • ήταν πάντα ~, δε χρειαζότανε, ούτε στις πιο αποφασιστικές του εμφανίσεις, καμιά προπαρασκευή (Fteris)
  • ⓑ not carefully prepared or organized, put together hastily fr available resources, makeshift (syn αυτοσχεδιασμένος 2):
    • ο ~ δημοκρατικός στρατός |
    • φτάνανε παράξενοι, αυτοσχέδιοι στρατιώτες, αρματωμένοι με μαχαίρια, κοντάρια και σουβλιά (Melas) |
    • συγκροτήθηκε βιαστικά ένα απόσπασμα παράταιρο από ημιονηγούς, αδέσποτους τυφεκιοφόρους κλ· το αυτοσχέδιο τμήμα στάλθηκε να πιάσει θέσεις στα χωματοβούνια (Terzakis)
  • ⓒ unmethodical, unstudied, amateurish, inexperienced, incompetent:
    • ~ αρθρογράφος, αρχιτέκτονας, σοσιαλιστής |
    • οι εμπρηστές δεν ήταν αυτοσχέδιοι εγκληματίες |
    • τα περισσότερα στελέχη της [Kίνας] είναι αυτοσχέδια και αυτοσχημάτιστα (Panagiotop) |
    • ~ κι αδίδαχτος είχε πρώιμες και καταπληχτικές επιτυχίες στην προσωπογραφία και στη γελοιογραφία (Valetas)

[fr kath αυτοσχέδιος ← ByzG, MG (Makremvolitis) ← K (Plut, Sull. 7), AG, cpd w. adj σχέδιος 'being near']

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσχημάτιστος, -η, -ο [aftos imátistos] (L)
  • ① formed spontaneously or by itself, self-formed:
    • αυτοσχημάτιστο ποτάμι
  • ② fig having developed one's mental capabilities through individual effort or on one's own (near-syn αυτοδίδακτος):
    • τα περισσότερα στελέχη της [Kίνας] είναι αυτοσχέδια και αυτοσχημάτιστα (Panagiotop)

[fr kath αυτοσχημάτιστος ← ByzG αυτοσχημάτιστος (Photius), cpd w. combin form -σχημάτιστος; cf (Plato +) ἀσχημάτιστος, ἀμετασχημάτιστος etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσχόλιο [aftosxόlio] το, (L)
  • comment or note made about o.s. or about one's own work:
    • τη σκέψη του ο Παλαμάς τη διατύπωσε όσο γίνεται καθαρότερα σε μια παράγραφο, .. που προτιμώ απ' όλα τ' άλλα αυτοσχόλια να μεταφέρω εδώ (Chourmouzios)

[fr kath (neol) αυτοσχόλιον, cpd w. K σχόλιον 'comment; short note'; cf αυτοσχολίαστος (Koumanoudis: 1895)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσωτηρία [aftosotiría] η, (L)
  • salvation of o.s.:
    • ~ της ανθρωπότητας [fr kath αυτοσωτηρία ← PatrG (Orig

[early 3rd c.] sel. in Ps. 61:2) 'principle of salvation']

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοταπεινώνομαι [aftotapinόnome] aor subj αυτοταπεινωθώ, (L)
  • humble or humiliate o.s.:
    • είναι πολύ φυσικό ν' αποθαρρύνεται, ν' αυτοταπεινώνεται και να μηδενίζεται (Panagiotop) |
    • όσοι θέλουν κάτι να κάμουν κατά το πέρασμά τους από τη ζωή αυτή, αντί να αυτοταπεινωθούν, αυτοϋψώνονται (Palaiologos)

[cpd w. ταπεινώνομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοταπείνωση [aftotapínosi] η, (L)
  • self-humiliation, self-abasement:
    • άδειασε η ψυχή μου από τη σιχαμάρα, .. την ~, .. που με τυραγνούσε χρόνια και χρόνια (Panagiotop) |
    • χρειάζεται πολλή τέχνη, .. ώστε μια τέτοια εκμηδένιση να μην προκαλέσει τον αυτοεξευτελισμό, την ~ (id.)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοταπείνωσις, cpd w. ταπείνωσις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοταυτότητα [aftotaftόtita] η, (L) philos
  • identity in itself, absolute identity:
    • το καθαρό νοείν, η ~ ή η ουσία κατά ένα μέρος είναι το αρνητικό της αυτοσυνείδησης (Georgoulis) |
    • πολύ πιο πέρα κι από τη μια και την άλλη ταυτότητα υπάρχει η αλήθεια ως απόλυτη ουσία, ως ~ (Kanellop)

[fr kath (neol) αυτοταυτότης, cpd w. K ταὐτότης 'identity' (Aristotle +); cf αὐτότης 'id.' Sext. Empir. 10.267]

< Προηγούμενο   1... 64 65 [66] 67 68 ...79   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες