Παράλληλη αναζήτηση
| 81 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσυγκράτηση [aftosiŋgrátisi] η, (L) = αυτοσυγκράτημα
- :
- οι περιστάσεις επιβάλλουν ~ |
- συνέστησε ~ στην προβολή αιτημάτων |
- επαίνεσε την κυβέρνηση για την ~ που επέδειξε κατά τη διάρκεια των γεγονότων |
- καλεί τις κοινότητες της Kύπρου και τους ηγέτες τους να ενεργούν με τη μεγαλύτερη ~ (Christidis) |
- ποτέ ίσως δεν εκφράστηκε κι ο λυρισμός του πλαστικά με τόση ευγένεια, με τόση ~ και αμεσότητα (Melas)
[fr kath (neol) αυτοσυγκράτησις, cpd w. kath συγκράτησις]
- αυτοσυγκράτητος, -η, -ο [aftosiŋgrátitos] (L)
- self-restraining, self-controlled (syn αυτοκυριαρχημένος):
- αυτοσυγκράτητη προσωπικότητα |
- οι θεοί ήταν όντα αυτοσυγκράτητα και αυτάρκη (Theodorakop) |
- αυτοσυγκράτητο το πνεύμα τούτο .. δεν αφήνει τον εαυτό του να παραφερθεί (id.)
[fr kath (neol) αυτοσυγκράτητος, cpd w. συγκρατητός (: συγκρατώ); cf ασυγκράτητος, δυσκολοσυγκράτητος]
- self-restraining, self-controlled (syn αυτοκυριαρχημένος):
- αυτοσυγκρατούμαι [aftosiŋgratúme] Ρ10.9β : ελέγχω τις εκδηλώσεις συναισθήματος, μπορώ και αποφεύγω παράφορη εκδήλωση συναισθήματος.
[λόγ. αυτο- + συγκρατούμαι]
- αυτοσυγκρατούμαι [aftosiŋgratúme] αυτοσυγκρατείται, aor subj αυτοσυγκρατηθώ, (L)
- restrain o.s., exercise self-control (syn αυτοχαλιναγωγούμαι):
- η κίνηση της ζωής, ανίκανη ν' αυτοσυγκρατηθεί και να σταματήσει, βρίσκει άλλους δρόμους (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυγκρατούμαι, cpd w. συγκρατούμαι]
- restrain o.s., exercise self-control (syn αυτοχαλιναγωγούμαι):
- αυτοσύμβαση η [aftosímvasi] Ο33 : (νομ.) σύμβαση που γίνεται από ένα μόνον άτομο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του αλλά και ως εκπρόσωπος του αντισυμβαλλομένου.
[λόγ. αυτο- + σύμβα(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Selbstkontrahieren]
- αυτοσυναίσθημα το [aftosinésθima] Ο49 : (ψυχ.) το ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα κάποιου το οποίο προκαλείται από τη γνώμη που έχουμε για την αξία ή την απαξία του εαυτού μας: Aρνητικό ~, συναίσθημα μειονεκτικότητας. Συναισθήματα του εγώ είναι το θετικό και το αρνητικό ~.
[λόγ. αυτο- + συναίσθημα μτφρδ. γερμ. Selbstgefühl]
- αυτοσυναίσθημα [aftosinésθima] το, (L)
- feeling that one experiences about o.s., self-centered emotion, self-feeling:
- οι άνθρωποι του δεκάτου ογδόου αιώνα ζούνε με το ~ ότι η εποχή τους είναι χρυσή (Theodorakop) |
- η τιμή βιώνεται .. σαν εσώτατο ~ του ανθρώπου (Despotop) |
- βλέπει τη στωική φιλοσοφία ως έκφραση του νέου αυτοσυναισθήματος ζωής της ελληνιστικής εποχής (Dragona-M) |
- οι αυταπάτες κάνουν περισσότερο ευχάριστη τη ζωή και μεγαλώνουν το αυτοσυναίσθημά μας (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυναίσθημα, cpd w. kath συναίσθημα ← K 'joint-perception' IG 22.1099.32 (Epist. Plotinae, 2nd c. AD)]
- feeling that one experiences about o.s., self-centered emotion, self-feeling:
- αυτοσυναίσθηση [aftosinésθisi] η, (L)
- apprehension or sensation of one's own self or personality, self-awareness (near-syn αυτεπίγνωση, αυτοσυνείδηση):
- ταυτίζεται ψυχικά με το πρόσωπο που παίζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε την ώρα της παράστασης χάνει την ~ (Papanoutsos) |
- οδηγεί με το παράδειγμά του το παιδί στην ~ και στην προσωπική ευθύνη (id.) |
- οι Θερμοπύλες .. είναι ο κόσμος που έχει φτάσει στην πιο ολοκληρωμένη του ~ (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυναίσθησις, cpd w. (Aristotle +) συναίσθησις]
- apprehension or sensation of one's own self or personality, self-awareness (near-syn αυτεπίγνωση, αυτοσυνείδηση):
- αυτοσυνείδηση [aftosiní∂isi] η, (L)
- consciousness or understanding of one's own self, self-consciousness (syn αυτοσυνειδησία, near-syn αυτογνωσία, αυτοσυναίσθηση):
- εθνική, ιστορική, πνευματική ~ |
- αυστηρή, βαθιά, ζωηρή ~ |
- αποκτά, παίρνει ~ |
- άλλες [μονάδες] βρίσκονται σε κατάσταση νάρκης, άλλες είναι ξύπνιες κι έχουν ~ (Kanellop) |
- η επιστροφή στις αιώνιες πηγές των Eλλήνων .. δίνει στον Eυρωπαϊκό πολιτισμό .. την ~ της ιστορικότητάς του (Theodorakop) |
- τα κύρια στοιχεία της ηθοποιίας είναι η ~, η ψυχρή σκέψη και η σπουδή (Athanasiadis-N) |
- αυτή η έλλειψη ταλέντου στον Π. συμβαδίζει με .. την έλλειψη αυτοσυνείδησης και αυτοκριτικής (Sachinis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1896]) αυτοσυνείδησις, cpd w. συνείδησις]
- consciousness or understanding of one's own self, self-consciousness (syn αυτοσυνειδησία, near-syn αυτογνωσία, αυτοσυναίσθηση):
- αυτοσυνειδησία [aftosini∂isía] η, (L) = αυτοσυνείδηση
- :
- χωρίς την επιστροφή στις ρίζες δεν είναι δυνατόν .. ν' αποκτήσομε την ~, που απαιτεί η κρίσιμη ώρα της ιστορίας (Theodorakop) |
- φανατικός για γράμματα υπήρξα από την πρώτη στιγμή της αυτοσυνειδησίας μου (Panagiotop) |
- αποτελεί ένα συνεχές κήρυγμα αυτογνωσίας του ατόμου και αυτοσυνειδησίας της ανθρωπότητας (Vacalop) |
- κατοχύρωνε .. την πολιτική ~ του ακμαίου ακόμα δημοκρατικού κόσμου της Aθήνας (Delivorias)
- [fr kath (neol:
- Koumanoudis)
[1849 etc]) αυτοσυνειδησία, der of (Koumanoudis: 1864) αυτοσυνείδητος; cf ασυνειδησία (ασυνείδητος)]



