Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόγραφος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτογράφος [aftoγráfos] ο, (L)
  • self-recording machine

[fr kath (neol) αυτογράφος, cpd w. combin form -γράφος (: γράφω); cf αυτόγραφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτόγραφος -η -ο [aftóγrafos] Ε5 : που είναι γραμμένος με το ίδιο το χέρι του συγγραφέα και όχι άλλου· ιδιοχείρως γραμμένος, ιδιόχειρος· (πρβ. χειρόγραφος): Aυτόγραφη επιστολή / διαθήκη. Aυτόγραφο κείμενο. || (ως ουσ.) το αυτόγραφο*.

[λόγ. < ελνστ. αὐτόγραφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόγραφος, -η, -ο [aftόγrafos] (L)
  • handwritten by the original author, in its author's own hand, autograph (syn ιδιόγραφος, ιδιόχειρος):
    • ~ κατάλογος |
    • ~ κώδικας |
    • αυτόγραφη διαθήκη holographic will |
    • αυτόγραφη επιστολή, σελίδα |
    • αυτόγραφο σημείωμα, τραγούδι |
    • οι αιτήσεις υποβάλλονται από άλλο πρόσωπο με εξουσιοδότηση αυτόγραφη από τον ενδιαφερόμενο |
    • φωτογραφία του στρατηγού - βασιλιά με αυτόγραφη αφιέρωση (Myriv) |
    • κατέχει 237 αυτόγραφες κι ενυπόγραφες καταθέσεις Eλληνοκυπρίων, που είχαν υποστεί βασανιστήρια (Christidis)

[fr kath αυτόγραφος ← K (also pap), cpd w. combin form -γραφος (: γράφω); cf αυτογράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες