Παράλληλη αναζήτηση
| 781 εγγραφές [551 - 560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοπροσκαλούμαι [aftoproskalúme] aor αυτοπροσκαλέσθηκα (L)
- invite o.s. (syn αυτοκαλούμαι 2):
- ο ελληνικός θίασος, που κάλεσαν ή αυτοπροσκαλέσθηκε, δεν εκπροσωπεί τη χώρα του (Thrylos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1896]) αυτοπροσκαλούμαι, cpd w. προσκαλούμαι]
- invite o.s. (syn αυτοκαλούμαι 2):
- αυτοπροστασία η [aftoprostasía] Ο25 : το να προστατεύει κάποιος τον εαυτό του μόνος του, με δικά του μέσα και πράξεις.
[λόγ. αυτο- + προστασία μτφρδ. αγγλ. self-protection]
- αυτοπροστασία [aftoprostasía] η, (L)
- self-protection (near-syn αυτοάμυνα):
- κοινωνική ~ |
- δικλείδες ασφαλείας και αυτοπροστασίας |
- μέσα αυτοπροστασίας της δημοκρατίας |
- παίρνει μέτρα αυτοπροστασίας |
- ο υπουργός επανήλθε στο θέμα της αυτοπροστασίας των καταστημάτων |
- τ' αβγά των γλάρων έχουν .. μαυριδερές και καφετιές βούλες, λες σωστό καμουφλάρισμα, που πρόβλεψε η φύση για την ~ της (Zappas) |
- η απόκρυψη του προσώπου χρησιμεύει για καθαρή άμυνα και ~ (Maronitis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1894]) αυτοπροστασία, cpd w. προστασία]
- self-protection (near-syn αυτοάμυνα):
- αυτοπροσφορά [aftoprosforá] η, (L)
- act of offering or presenting o.s.:
- η ~ στο θάνατο .. δεν αποτελεί αναίρεση, αλλά ίσα ίσα ανανέωση της ζωής (Papanoutsos) |
- η αδιάκοπη ~ .. φέρνει μέσα στην αυστηρή περιοχή του πνεύματος μιαν αδελφική εγκαρδιότητα (Chatzinis)
[fr kath (neol) αυτοπροσφορά, cpd w. kath προσφορά ← PatrG ← K (LXX +, pap) ← AG (Soph +)]
- act of offering or presenting o.s.:
- αυτοπρόσωπα [aftoprósopa] adv (L)
- in person, in the flesh, bodily (syn αυτοπροσώπως, near-syn προσωπικά):
- έπρεπε να το ζητήσω ~ εφοδιασμένος με δυο τρία πιστοποιητικά (Panagiotop) |
- αυτό που δίδεται ~ στην καλλιτεχνική ενόραση το ονομάζουμε είδωλο (Georgoulis)
[der of αυτοπρόσωπος]
- in person, in the flesh, bodily (syn αυτοπροσώπως, near-syn προσωπικά):
- αυτοπροσωπογραφία η [aftoprosopoγrafía] Ο25α : προσωπογραφία (πορτρέτο) ζωγράφου φτιαγμένη από τον ίδιο: Οι αυτοπροσωπογραφίες του Bαν Γκογκ. || (επέκτ.) κείμενο που περιγράφει τη μορφή ή το χαρακτήρα του συγγραφέα του.
[λόγ. αυτο- + προσωπογραφία μτφρδ. γαλλ. autoportrait (auto- = αυτο-)]
- αυτοπροσωπογραφία [aftoprosopoγrafía] η, (L)
- self-portrait (syn αυτοπορτρέτο):
- μια νεανική ~ του βρίσκεται στην παλαιά πινακοθήκη του Mονάχου (Kanellop) |
- ετοποθέτησε σε περίοπτη θέση την ~ του Nτύρερ (id.) |
- μέσα στους δώδεκα λόγους του ποιήματος αυτού μας δίνει ο Παλαμάς τη λυρική του ~ (Melas) |
- ενώ σκιαγραφεί τους άλλους, κάνει ασυναίσθηκτα την ~ του (TAthanasiadis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοπροσωπογραφία, cpd w. προσωπογραφία 'portrait']
- self-portrait (syn αυτοπορτρέτο):
- αυτοπροσωπογράφος [aftoprosopoγráfos] ο, (L)
- painter of self-portraits:
- o Tιτσιάνο ήταν μέγας πορτρετίστας, αλλά και από τους πιο χαρακτηριστικούς αυτοπροσωπογράφους (Kanellop)
[cpd w. προσωπογράφος 'portrait painter']
- painter of self-portraits:
- αυτοπρόσωπος, επίθ.
-
- Που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων:
- της αυτοπροσώπου εκείνων ομιλίας (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 594).
[μτγν. επίθ. αυτοπρόσωπος. H λ. και σήμ.]
- Που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων:
- αυτοπρόσωπος, -η, -ο [aftoprósopos] (L)
- involving one's own physical presence or personal involvement, being in person:
- χρειάζεται η αυτοπρόσωπη παρουσία μου στην Aθήνα (Athanasiadis-N) |
- βάζει σήμερα σε κίνηση μια δύναμη πρωταρχική της ζωής, δηλαδή την αυτοπρόσωπη εργασία (Theodorakop) |
- λίγες φορές έρχεται η ελευθερία σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση (Georgoulis) |
- ο Aϊ-Bασίλης περνάει ~ να τα ρωτήσει πώς πορεύονται (Prevelakis)
[fr kath αυτοπρόσωπος ← postmed, MG ← K (also pap), Lucian, cpd w. combin form -πρόσωπος; cf ἀνδροπρόσωπον (Hesych. ἀνδρόπρωρον· ἀνδροπρόσωπον), ἀντιπρόσωπος (Xenoph.), ἀ- (Plato +), δι- (inscriptionally), εὐ- (Simon. 23 +), ἰδιοπρόσωπος etc]
- involving one's own physical presence or personal involvement, being in person:



