Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτούνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αυτούνος, αντων.
  • Αυτός
    • 1) (Ως αντιδιασταλτική) αυτός ο ίδιος:
      • (Προδρ. III 273-62 χφ P κριτ. υπ.
      • να επάρω την κυράν σας, αυτούνην την ντάμα Zαμπέαν σ’ ομόζυγον γυναίκαν (Xρον. Mορ. H 8521).
    • 2) (Ως επαναληπτική):
      • (Πεντ. Γέν. XXXVIII 14).
    • 3) (Ως δεικτ.):
      • Aυτούνο το λινάριν … αποπού το αγόρασες; (Σαχλ., Aφήγ. 700).
    • 4) (Ως προσωπ.):
      • είπεν αυτουνού ο Kύριος (Πεντ. Γέν. IV 15).

[<γεν. της αντων. αυτός με επίδρ. της γεν. εκεινού· πβ. αυτείνος, αυτόνος. Τ. ατ‑ το 12. αι. (LBG). H λ. στο Meursius (ης), στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτούνος -η -ο [aftúnos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός.

[μσν. αυτούνος νέα ονομ. από τη γεν. αυτουνού < αυτός αναλ. προς το εκεινού (< εκείνου κατά τα αυτού, ποιου)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτούνος, -η, -ο [aftúnos] (& ευτούνος & ετούνος) pron
  • he, she, it (syn αυτός 1):
    • ετούνος έρχεται να μας ξεσκλαβώσει· με το σταυρό έρχεται (Petsalis)

[fr postmed, MG αυτούνος, backform. fr αυτουνού (gen of αυτός) w. regressive accent by anal. to εκείνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες