Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοτιτλοφορούμαι [aftotitloforúme] Ρ10.9β : αποδίδω στον εαυτό μου τίτλο που δεν τον έχει.
[λόγ. αυτο- + τιτλοφορούμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοτιτλοφορούμαι [aftotitloforúme] αυτοτιτλοφορείται, ipf αυτοτιτλοφορούμουν, aor subj αυτοτιτλοφορηθώ, (L)
- claim for o.s. the title of, call o.s., style o.s. (syn αυτοαποκαλούμαι):
- αυτοτιτλοφορείται βασιλιάς |
- ~ δόκτωρ (διδάκτωρ) |
- ο δειλός ονομάζει τον εαυτό του προσεκτικό και ο φιλάργυρος αυτοτιτλοφορείται οικονόμος (Vrettakos) |
- 'πρίγκιπας πια του στίχου', όπως αυτοτιτλοφορούντανε, ζούσε μια ζωή πολυτελή και θεατρική (Ouranis) |
- θα μπορούσε ο καθένας ν' ανεβεί στη σκηνή και ν' αυτοτιτλοφορηθεί θεατρίνος (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol) αυτοτιτλοφορούμαι, cpd w. τιτλοφορούμαι]
- claim for o.s. the title of, call o.s., style o.s. (syn αυτοαποκαλούμαι):



