Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυντήρητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσυντήρητος -η -ο [aftosindíritos] Ε5 : που συντηρείται με δικούς του οικονομικούς πόρους.

[λόγ. αυτοσυντηρη- (αυτοσυντηρούμαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσυντήρητος, -η, -ο [aftosindíritos] (L)
  • self-supporting, self-sustaining (near-syn αυτάρκης):
    • αυτοσυντήρητη κοινότητα |
    • αυτοσυντήρητο καθεστώς, σχολείο |
    • μόλις ενηλικιωθεί το αγόρι και το κορίτσι, .. θα πάει να δουλέψει, να γίνει αυτοσυντήρητο (Venezis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1858 etc]) αυτοσυντήρητος, cpd w. combin form -συντηρητός (: συντηρώ); cf ασυντήρητος (Eustathius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες