Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοθυσιάζομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοθυσιάζομαι [aftoθisiázome] Ρ2.1β : θυσιάζω με τη θέλησή μου τον εαυτό μου ή τα συμφέροντά μου για να ωφεληθούν άλλοι.

[λόγ. αυτο- + θυσιάζομαι κατά το αυτοθυσία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοθυσιάζομαι [aftoθisiázome] aor αυτοθυσιάστηκα (subj αυτοθυσιαστώ & αυτοθυσιασθώ)
  • sacrifice o.s. (syn θυσιάζομαι):
    • η τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία ωραία, για να ευτυχήσει το αγαπημένο πρόσωπο (Terzakis) |
    • αναφωνεί εκστατικά ο γέρος μπροστά στο πτώμα εκείνου που αυτοθυσιάστηκε (Athanasiadis-N) |
    • να αυτοθυσιασθεί αποδεχόμενος σιωπηρώς την βαρύτατη ταπείνωση, που του επέβαλαν οι αντίπαλοί του; (Roussos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1889, 1896]) αυτοθυσιάζομαι, cpd w. θυσιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες