Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοεξορία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεξορία [aftoeksoría] η, (L)
  • self-imposed or voluntary exile, self-exile, expatriation (syn εκπατρισμός, near-syn εκτόπιση):
    • σ' αυτό το σπίτι έζησε τα χρόνια της αυτοεξορίας του |
    • μερικές ιδιόχειρες σημειώσεις .. φαίνεται να προέρχονται από ένα γενικότερο ημερολόγιο, που κρατούσε στη περίοδο της αυτοεξορίας του (KPolitis) |
    • η ~, η αγωνία για τον επιούσιο και οι ποικίλες άλλες στερήσεις .. είχαν κάνει .. τους λογίους υπερευαίσθητους (Vacalop)

[fr kath (neol) αυτοεξορία, cpd w. εξορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες