Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιαλύομαι [aftoδialíome] Ρ9β : (για ενιαίο σύνολο προσώπων κτλ.) διαλύομαι μόνος μου, όχι από μια εξωτερική αιτία ή δύναμη: H συγκέντρωση αυτοδιαλύθηκε χωρίς επεισόδια.
[λόγ. αυτο- + διαλύομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιαλύομαι [afto∂ialíome] ipf αυτοδιαλυόμουν, aor αυτοδιαλύθηκα
- ① disperse, disintegrate, or decompose o.s.:
- η ανθρώπινη σκέψη δεν είναι κύμα, για ν' αυτοδιαλύεται σε αφρούς (TStefanidis)
- ⓐ polit end one's own term of office, disperse, dissolve:
- αυτοδιαλύθηκε η βουλή, η κυβέρνηση
- ② melt, disperse, or dissolve o.s.:
- poem .. ελάχιστα αστέρια μουδιασμένα, σα στάλες | από άσπρο κερί σ' ένα στιλπνό σανίδι, αυτοδιαλύονταν (Ritsos)
- ③ annul, dissolve, or cancel o.s. (near-syn αυτοαναιρούμαι):
- ο λόγος έχει τον αντίλογό του και είναι δυνατό για τούτο να αυτοδιαλύεται (Tatakis)
[fr kath (neol) αυτοδιαλύομαι, cpd w. διαλύομαι]
- ① disperse, disintegrate, or decompose o.s.:



