Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοαποκαλούμενος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαποκαλούμενος, -η, -ο [aftoapokalúmenos] (L)
  • calling o.s., self-styled (syn αυτοκαλούμενος, αυτονομαζόμενος, αυτοτιτλοφορούμενος):
    • ~ ηγέτης |
    • αυτοαποκαλούμενη ουδετερόφιλη κυβέρνηση |
    • οι νόμοι έχουν εγκριθεί από την αυτοαποκαλούμενη βουλή του τουρκοκυπριακού κράτους

[fr kath αυτοαποκαλούμενος, prp of αυτοαποκαλούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες