Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτεπιστασία η [aftepistasía] Ο25 : η επιστασία της κατασκευής τεχνικού έργου από τον άμεσα ενδιαφερόμενο (οργανισμό, πρόσωπο κτλ.): H διαμόρφωση της πλατείας έγινε με ~ του δήμου.
[λόγ. < μσν. αυτεπιστασία < αρχ. αὐτ(ο)- + ελνστ. ἐπιστασία `φροντίδα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτεπιστασία [aftepistasía] η, (L)
- act or process of personally supervising a work done to one's order or for one's account, personal superintendence:
- η εκμετάλλευση των δασών του δημοσίου γίνεται με ~
[fr kath αυτεπιστασία ← MG (schol. Theocr. 7.6), cpd w. επιστασία]
- act or process of personally supervising a work done to one's order or for one's account, personal superintendence:



