Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτενεργός, -ή (& L -ός), -ό [aftenerγós] (L) = αυτενέργητος
- :
- μπορεί η Bουλή της Bαγδάτης ή του Kασμίρ να μετατραπεί σε αυτοδύναμο και αυτενεργό σώμα; (Tsatsos) |
- ο άνθρωπος ανέκτησε την ελεύθερη, αυτόνομη και αυτενεργό προσωπικότητά του (Theodorakop) |
- το υποσυνείδητο είναι μια ~ περιοχή και δεν περιμένει να το εκφράσουμε εμείς (Spandonidis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτενεργός, (& Th. Kairis, 1849) αυτοενεργός cpd w. ἐνεργός (Herodot. +)]



