Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλόδουλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλόδουλος -η -ο [avlóδulos] Ε5 : που υπηρετεί με τρόπο δουλικό τα συμφέροντα της βασιλικής αυλής, που είναι απόλυτα υποταγμένος σ΄ αυτήν: Aυλόδουλη κυβέρνηση / πολιτική. || (ως ουσ.) ο αυλόδουλος.

[λόγ. αυλ(ή)2 -ο- + δούλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες