Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλωτός, -ή, -ό [avlotós] (L) engineer.
- made up of or equipped w. tubes, tubular (syn σωληνωτός):
- ~ λέβης tubular boiler (syn αυλωτός, ατμολέβητας)
[fr kath αυλωτός ← K, AG, der of αὐλός]
- made up of or equipped w. tubes, tubular (syn σωληνωτός):



