Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλωτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυλωτός, -ή, -ό [avlotós] (L) engineer.
  • made up of or equipped w. tubes, tubular (syn σωληνωτός):
    • ~ λέβης tubular boiler (syn αυλωτός, ατμολέβητας)

[fr kath αυλωτός ← K, AG, der of αὐλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες