Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλοκολακεία [avlokolacía] η, (L)
- servile flattery of or fawning over royalty or powerful people:
- η παράδοσις .. γεννιέται στους αυλικούς κύκλους και έχει για γνώρισμά της .. την ~ (Papatsonis) |
- για τη βασίλισσα βρίσκει τρυφερότατες φράσεις αυλοκολακείας (Melas, adapted)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυλοκολακεία, cpd w. κολακεία]
- servile flattery of or fawning over royalty or powerful people:



