Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλαρχείο [avlar ío] το, (sp. also Aυλαρχείο)
- :
- δεξιά ορθώνονταν τα βασιλικά ανάκτορα από την πλευρά του αυλαρχείου (Petsalis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυλαρχείον, der of αυλάρχης]



