Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλαρχία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυλαρχία [avlar ía] η, (L)
  • office, rank, or time of service of royal chamberlain

[fr kath αυλαρχία ← K, der of αυλάρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες