Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθυπόστατος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθυπόστατος -η -ο [afθipóstatos] Ε5 : που έχει δική του, ανεξάρτητη και αυτοτελή υπόσταση, που δεν οφείλει τη γένεση και ύπαρξή του σε άλλον· αυθύπαρκτος.

[λόγ. < ελνστ. αὐθυπόστατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθυπόστατος, -η, -ο [afθipóstatos] (L)
  • existing on one's own, self-existent, independent (syn in αυθύπαρκτος):
    • αυθυπόστατη αρετή, έννοια, οντότητα, πραγματικότητα |
    • αυθυπόστατη ενότητα, ομάδα |
    • αυθυπόστατο και απομονωμένο γεγονός |
    • η ομορφιά είναι αξία αυθυπόστατη και δεν εξουσιάζεται από άλλες (Papanoutsos) |
    • στο μέρος αυτό της Iλιάδας βρίσκεται καταχωρισμένο ένα παλαιότερο αυθυπόστατο έπος (Kakridis) |
    • είναι ολοκληρωτικά στραμμένος προς το χιμαιρικό ίνδαλμα της απόλυτης και αυθυπόστατης ποίησης (Karantonis) |
    • η μονή .. μέχρι το 1900 ήταν αυθυπόστατη και ανεξάρτητη στη διαχείριση της περιουσίας της (Varelas)

[fr kath αυθυπόστατος ← MG, PatrG, cpd of αὐθ- w. adj Ξπόστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες