Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθυπαρξία η [afθiparksía] Ο25 : η ιδιότητα του αυθύπαρκτου, εκείνου που υπάρχει αυτοτελώς, ανεξάρτητα από άλλον.
[λόγ. αυθύπαρκ(τος) -σία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθυπαρξία [afθiparksía] η, (L)
- existence on one's own, self-existence, discreteness, independence (syn αυθυποστασία, το αυθυπόστατο, near-syn ανεξαρτησία, αυτεξουσιότητα, αυτοτέλεια):
- ηθική, πνευματική, πολιτική ~ |
- υποκειμενική, ψυχική ~ |
- η λύπη έχανε την ~ της· γίνοταν μέσο (Palam) |
- οι δύο .. αυτές μεγάλες κατηγορίες υποδιαιρούνται σε αρκετές μικρότερες, που έχουν όλες την ~ τους (Theotokas) |
- χωρίς την αισθητική απόσταση του θεατού από το έργο σβήνει η καλλιτεχνική ~ της εικόνας (Michelis, adapted) |
- το κάθε στοιχείο, ενώ βοηθάει για το σύνολο, δεν χάνει την ~ του (Karouzos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυθυπαρξία, bes αυθύπαρκτος; cf ἀνυπαρξία (Antipater Stoicus, 2nd c. BC)]
- existence on one's own, self-existence, discreteness, independence (syn αυθυποστασία, το αυθυπόστατο, near-syn ανεξαρτησία, αυτεξουσιότητα, αυτοτέλεια):



