Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυγουστιάτικος, επίθ.
-
- (Προκ. για αμπέλι) που τα σταφύλια του ωριμάζουν το μήνα Aύγουστο:
- (Metrol. 6616).
[<ουσ. Aύγουστος + κατάλ. ‑ιάτικος. H λ. (LBG) και σήμ.]
- (Προκ. για αμπέλι) που τα σταφύλια του ωριμάζουν το μήνα Aύγουστο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγουστιάτικος -η -ο [avγustxátikos] Ε5 : που γίνεται, υπάρχει κτλ. κατά το μήνα Aύγουστο· αυγουστιανός: Aυγουστιάτικες νύχτες. Aυγουστιάτικο φεγγάρι. Aυγουστιάτικα φρούτα. || (ως ουσ.) το αυγουστιάτικο, ποικιλία σταφυλιού.
[Aύγουστ(ος) -ιάτικος (διαφ. το μσν. αυγουστιάτικος `που ανήκει στην Aυγούστα, τη βασίλισσα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγουστιάτικος, -η (& -ια), -ο [avγustjátikos]
- ① of or pertaining to August (syn αυγουστιανός):
- ~ ήλιος, ουρανός |
- αυγουστιάτικη αστροφεγγιά, βραδιά, βροχή, καταχνιά |
- αυγουστιάτικη μέρα |
- αυγουστιάτικη νύχτα |
- αυγουστιάτικο απόγευμα, λιοπύρι, πρωί, συννεφόκαμα, φεγγάρι |
- η θάλασσα .. έκανε μεγάλα κύματα με τ' αυγουστιάτικα μελτέμια (Drosinis) |
- η αυγουστιάτικια δροσιά γλιστρούσε πάνω μου .. σα χάδι (KKontos) |
- να ξαπλώσει κάτου από τα φωτερά αυγουστιάτικα αστέρια (SPanagiotop)
- ② producing fruit in August:
- αυγουστιάτικη απιδιά, συκιά |
- αυγουστιάτικο αμπέλι
- ⓐ ripening in August:
- αυγουστιάτικο σταφύλι, σύκο
[fr MG αυγουστιάτικος, der of Aύγουστος w. suff -ιάτικος]
- ① of or pertaining to August (syn αυγουστιανός):



