Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατόφιος -α -ο [atófxos] Ε4 : που δεν του λείπει τίποτα από ποσοτική ή ποιοτική άποψη. α. ολόκληρος, ακέραιος: Aπό τα λίγα αρχαία αγάλματα που σώζονται ατόφια. β. ολόκληρος, αναλλοίωτος: Aυτές οι θεωρίες είναι παρμένες σχεδόν ατόφιες από τις ανατολικές θρησκείες. Οι αρχαϊστές ήθελαν ατόφια την αττική διάλεκτο. γ. γνήσιος, καθαρός, αμιγής: Aτόφιο χρυσάφι / ασήμι / μάλαμα. δ. συμπαγής, μονοκόμματος: Aπό ατόφιο ξύλο. || (μτφ.): Είναι ~ άνθρωπος, ντόμπρος, ειλικρινής.
[μσν.(;) *αυτόφυος (με αποβ. του [f] κατά το ατός) < αρχ. αὐτοφυής `που γίνεται μόνος του, φυσικός΄ μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. και μετακ. του τόνου κατά τα σύνθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατόφιος, -α, -ο [atόfjos] (sp. also ατόφυος)
- :
- ~ Έλληνας |
- ατόφια αρχοντιά, ομορφιά, πραγματικότητα, χαρά |
- ατόφια δημοτική (sc γλώσσα) |
- ~ προφορικός λόγος |
- ~ φιλοσοφικός στοχασμός |
- γέμισαν τα χέρια τους από ουρανό, ατόφιο ουρανό (Venezis) |
- από τους .. στίχους λείπει κάθε ρητορεία κι έτσι ο πόνος βγαίνει ~ (Chourmouzios) |
- είναι σαν τη δόση σκληρού μετάλλου, που βάζουν στο ατόφιο χρυσάφι, για να βγει κάπως σκληρότερο το κράμα (Stasinop) |
- μετέδιδε στο μάρμαρο ατόφια την πνοή του Ικτίνου (ChZalokostas) |
- poem σμαράγδι ατόφιο η βάρκα σου, ξανθό μελισσοσμάρι | παιδόπουλα ερωτόπουλα σ' ακολουθάνε κλ (Palam)
- ① unchanged, unaltered (syn ανάλλαγος 1, αναλλοίωτος 1b):
- δεν είναι ανάγκη να μεταφέρουμε το μύθο ατόφιο στους δικούς μας στοχασμούς (Theotokas) |
- οι Bυζαντινοί δε δέχτηκαν ατόφια την ελληνική παράδοση (Tatakis) |
- μας παρέδωσε, σχεδόν ατόφια κι αφτιασίδωτη, τη φωνή δύο μεγάλων ηρώων (Melas) |
- βρήκε λόγια στοιχεία .., τα οποία παρουσιάζονται ατόφια στο έπος και αλλοιωμένα στα τραγούδια (Dimaras)
- ⓐ exactly the same, identical (syn απαράλλαχτος, ολόιδιος, φτυστός):
- είναι ~ ο πατέρας του |
- είναι ατόφια η μάνα της
- ② whole, complete, integral (syn ακέραιος 2, ολόκληρος):
- πόσα νομίζετε πως κέρδισε ο Αντώνης απ' αυτό το νταραβέρι; ένα ατόφιο πεντακοσάρικο (Xenop) |
- άνοιξε η γη κι ατόφιο τον ξετίναξε, σα να τη χτύπησε βροντή (Vlachogiannis) |
- κάθε αληθινή μορφή νεοελληνικού πολιτισμού .. δε θά 'ρθει ατόφια και έτοιμη απέξω (Tsatsos) |
- σε μια εκτεταμένη περιοχή έχουν συγκεντρώσει ατόφια χωριάτικα σπίτια, μ' όλη την επίπλωση (Melas)
- ⓑ solid, massive (syn L συμπαγής):
- ατόφια κολόνα |
- ατόφιο ατσάλι |
- το σύμπλεγμα αυτό του Λαοκόοντος [είναι] βγαλμένο ολόκληρο μέσ' από ένα μοναδικόν ατόφιο όγκο μαρμάρου (Kanellop) |
- ο πλαγιασμένος Βούδας .. δεν είναι .. μόνον επιφανειακά επίχρυσος, αλλ' είναι πλασμένος ολόκληρος από ατόφιο χρυφάφι (Thrylos) |
- poem κι ο Πάρης, μ' έναν ήσκιο πλάγιαζε σαν να ήταν | πλάσμα ατόφιο (Seferis)
- ③ honest, upright, straight (syn ακέραιος 4, ντόμπρος, τίμιος)
[by haplol fr MG αυτόφυος bes αυτοφυής ← PatrG, K (also pap), AG αὐτοφυής 'self-grown, natural']



