Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλόσυρμα [atsalósirma] το,
- steel wire, steel cable (near-syn χαλυβδόσχοινο):
- υπάρχουν πολλά σπασμένα ή σκουριασμένα ατσαλοσύρματα, που στηρίζουν τη γέφυρα
[cpd of ατσαλο-1 & σύρμα]
- steel wire, steel cable (near-syn χαλυβδόσχοινο):



