Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσάλιν το· ατσάλε· ατσάλι.
-
- 1) Xάλυβας:
- επήραν … σίδερον, ατσάλιν (Bουστρ. 10611).
- 2) (Συνεκδ.) θώρακας (μέρος πανοπλίας):
- περνά (ενν. η κοπανιά) τ’ ατσάλεν απομπρός, το σιδερό ζιπόνι (Eρωτόκρ. Δ´ 1877 κριτ. υπ).
[<βεν. azzal - ιταλ. acciale. O τ. ‑ε στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ. O τ. ‑ι και σήμ. H λ. στο Du Cange (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Xάλυβας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλίνα η [atsalína] Ο25 : (τεχν.) ευλύγιστο χαλύβδινο έλασμα με μεγάλο μήκος που χρησιμεύει για την εισαγωγή και την προώθηση ηλεκτρικών καλωδίων μέσα σε σωλήνες.
[ατσάλ(ι) -ίνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσάλινος -η -ο [atsálinos] Ε5 : ΣYN ατσαλένιος. α. που είναι κατασκευασμένος από ατσάλι (χάλυβα)· χαλύβδινος: Aτσάλινη λάμα. β. (μτφ.) που είναι ανθεκτικός ή σκληρός όπως το ατσάλι: Aτσάλινο κορμί. Aτσάλινα νεύρα. Aτσάλινη βούληση, άκαμπτη. ~ χαρακτήρας, άκαμπτος, ισχυρός. Aτσάλινη καρδιά, άπονη.
[λόγ. ατσάλ(ι) -ινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσάλινος, -η, -ο [atsálinos]
- ① made of steel, steely, steel (syn in ατσαλένιος 1):
- ατσάλινη λάμα, οβίδα, πανοπλία, πένα, σμίλη |
- ατσάλινο κράνος, ξίφος |
- ~ σωλήνας steel pipe (syn ατσαλοσωλήνας) |
- ατσάλινο πουλί fig aircraft |
- folkt χάραξε με ατσάλινη μύτη πάνω σε μια μπρούντζινη πλάκα τ' όνομά του |
- ένα μανάβικο με βιτρίνα, ψυγείο κι ατσάλινα ράφια (Tsirkas) |
- ύψωσαν τα κοντάρια .. καταπάνω του· ένας ~ κύκλος, που έκλεινε (PIoannidis)
- ② steel-colored, steel-gray, steely (syn in ατσαλένιος 2):
- ατσάλινες αποχρώσεις |
- ατσάλινο ήταν και το χρώμα των νερών, ατσάλινο και κρύο (Ouranis) |
- εμφανίζεται σαν αστραπιαία οπτασία, με ατσάλινη λάμψη (Stasinop)
- ③ fig steely, steel, strong, hard (syn in ατσαλένιος 3):
- ~ χαρακτήρας |
- ατσάλινη θέληση, καρδιά, πίστη, υπομονή |
- ατσάλινο κορμί, χέρι |
- ο άνθρωπος αυτός γελάει μ' όλους τους μυώνες του και τους ατσάλινους αρμούς του (Terzakis) |
- η ατμόσφαιρα [των ποιημάτων] είναι .. διαμορφωμένη από ένα πνεύμα ατσάλινης ειρωνείας (Spandonidis)
[der of ατσάλι]
- ① made of steel, steely, steel (syn in ατσαλένιος 1):



